καταφλεξιπολις

καταφλεξιπολις
    καταφλεξίπολις
    καταφλεξί-πολις
    -ιος adj. f (ξῐ) поджигательница городов, зажигающая города (любовью)
    

(sc. ἑταίρα Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "καταφλεξιπολις" в других словарях:

  • καταφλεξίπολις — καταφλεξίπολις, ό, ἡ (Α) μτφ. (για εταίρα) αυτή που κατακαίει τις πόλεις («καταφλεξίπολιν Σθενελαΐδα, τὴν βαρύμισθον», Ανθ.Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ., τού τύπου τερ ψίμβροτος < θ. καταφλεξ (πρβλ. κατα φλέξ ω, μέλλ. τού καταφλέγω) + πολις, ὁ, ἡ… …   Dictionary of Greek

  • πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»